Ο Τάσσος Αλεβίζος, αυτό είναι το όνομα του Α. Τάσσου, γεννήθηκε στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας το 1914. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική στα εργαστήρια του Θωμά Θωμόπουλου και του Κώστα Παρθένη, ενώ στην χαρακτική ήταν ένας από τους πρώτους σπουδαστές του Γιάννη Κεφαλληνού. ΄Ηδη στα πρώτα του χαρακτικά υπογράφει με το όνομα «Τάσος» και αργότερα με το «Α. Τάσσος», το οποίο έκτοτε διατηρεί.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ως μέλος της ΕΑΜ Καλλιτεχνών σχεδίασε αφίσες που τυπώθηκαν παράνομα, ενώ το 1945 εικονογράφησε μαζί με άλλους νέους καλλιτέχνες, τα λευκώματα Για τη Χιλιάκριβη τη Λευτεριά και Θυσιαστήριο της Λευτεριάς. Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος στο τυπογραφείο «Ασπιώτη – Έλκα».
Το 1954 ξεκίνησε η συνεργασία του με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία για τον σχεδιασμό όλων των ελληνικών γραμματοσήμων. Διέκοψε τη συνεργασία του το 1967, μόλις επιβλήθηκε η χούντα. Ήδη από το 1962 και ως τον θάνατό του το 1985, σχεδίασε όλα τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την ξυλογραφία. Από την εποχή που είναι σπουδαστής και χαράζει τις πρώτες του συνθέσεις το 1932, τα θέματά του επιλέγονται από τη ζωή των εργατών και την ζωή της πόλης , σχεδιασμένα με εξπρεσιονιστικό ιδίωμα. Στη συνέχεια, γνωρίζει το έργο του μεγάλου Έλληνα χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη, που ζούσε στο Παρίσι, και επηρεάζεται από την δική του, διαφορετική οπτική.
Στη δεκαετία του 1950 στρέφεται στην έγχρωμη ξυλογραφία, φιλοτεχνώντας θέματα από την ζωή των αγροτών και τοπία της γενέτειράς του στην Πελοπόννησο. Το προσωπικό του ύφος διαμορφώνεται τη δεκαετία του ‘60 μέσα από ασπρόμαυρες ξυλογραφίες σε μεγάλα μεγέθη, με μορφές συμβολικές και συνθέσεις αυστηρές. Είναι η περίοδος που ο ίδιος ονόμασε «Ασπρο-Μαύρο» και που οριστικοποίησε αυτή την τόσο ιδιαίτερη δομή των συνθέσεων, την απουσία της λεπτομέρειας, την αναγωγή των καθημερινών θεμάτων σε σύμβολα.
Την περίοδο της χούντας (1967-1974), απέχει από κάθε εκθεσιακή δραστηριότητα και συγκεντρώνεται στην εικονογράφηση λευκωμάτων με πρωτότυπα χαρακτικά. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου δημιουργεί την μνημειακή ενότητα έργων «Άσπρο – Μαύρο 2». Πρόκειται για ξυλογραφίες πολύ μεγάλων διαστάσεων που πραγματεύονται θέματα κοινωνικής διαμαρτυρίας, εικαστικές καταγραφές πολιτικών γεγονότων, πάντα με πρωταγωνιστή τον άνθρωπο που αγωνίζεται. Η ενότητα αυτή παρουσιάστηκε το 1975 στην Εθνική Πινακοθήκη σε μία έκθεση με πρωτοφανή συμμετοχή του κόσμου.
Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε ξανά το 1987 οργανώνοντας αναδρομική του έκθεση. Ήδη, από το 1985, ο Α. Τάσσος και η Λουκία Μαγγιώρου είχαν κάνει μια δωρεά 150 έργων του χαράκτη στην Εθνική Πινακοθήκη. Σήμερα, η Πινακοθήκη έχει την πληρέστερη συλλογή έργων του Α. Τάσσου.